24 Νοεμβρίου, 2005

Silence is golden


Πάντα ήμουν παιδί της πόλης και πάντα ανήκα σε κάποια. Όταν οι σπουδές της Εσπερίας με έφεραν σε μια κοσμοπολίτικη μεν, πολίχνη δε κατά τα standards μου των 100 χιλιάδων κατοίκων (όπου όλους τους γνωστούς και φίλους τους συναντούσες στο supermarket τα Σάββατα το μεσημέρι και εγώ έτρεχα με απόγνωση να ξεφύγω από διάδρομο σε διάδρομο...) έφευγα με κάθε ευκαιρία για εκεί που ο Dickens έλεγε πως όποιος έχει βαρεθεί αυτή την πόλη, βαρέθηκε τη ζωή. Κλείνω τα μάτια μου και ονειρεύομαι υγρές μητροπόλεις με τα κοκκινα πίσω φώτα των αυτοκινήτων να τροχιοδείχνουν διαδρομές μυστήριες ή οικείες, αλλά πάντα αστικές.

Και ξαφνικά βρέθηκα ανάμεσα σε φυλλοροούσες οξιές δίπλα στη λίμνη. Όταν το πρώτο βράδυ βγήκα στη βεράντα και μύρισα έναν αέρα πυκνό από υγρασία και τη μυρωδιά από τα ξύλα που έκαιγαν πανικοβλήθηκα γιατί... δεν ακουγόταν τίποτα εκεί έξω. Η απόλυτη βαμβακερή σιωπή εκείνη τη νύχτα δεν είχε ανάλογο στα αισθητήριά μου, ήταν απλώς ακατάτακτη, πρωτόγνωρη και...ΣΙΩΠΗΡΗ μέχρι το μεδούλι. Ξαφνικά άκουσα ένα ντοπαλό θρόισμα. Πρώτη (αστική) αντίδραση ήταν να νομίσω πως κάποιο ζώο του δάσους πλησίαζε: το απόλυτο παραμύθι με δάση και πλάσματα της νύχτας. Αλλά όχι, ήταν ...ένα φύλλο που έπεσε. Ένα φύλλο έπεσε. Και συγκινήθηκα...

Τις υπόλοιπες μέρες, με ήλιο και πρωινή πάχνη, είδα τόσο χρυσό εκεί έξω που αρκεί για να ντύσει μεγαλόπρεπα όλα τα υπόλοιπα χειμωνιάτικά μου όνειρα μέχρι να' ρθει η άνοιξη. Μιλάμε για στρώματα από φύλλα κάθε χρυσοκόκκινης υφής, που τρίζουν αυτάρεσκα στο πάτημα της ρόδας του ποδηλάτου και κρατάνε κρυμμένα μυστικά.

Η τελευταία μου αστική αναστολή έπεσε όταν την πρώτη ημέρα ο ήλιος έδυσε στις πέντε και μέχρι τις οκτώ, που στοιχειωδώς θεωρούσαμε 'κανονική ώρα' για το φαγητό, κοιτάζαμε με απόγνωση το ρολόι για το τι θα κάναμε τρεις ώρες. Το ντόπιο τσίπουρο και η μικρή, ζεστή κουβέντα με αγνώστους στο μοναδικό μπαρ ήταν η αβίαστη λύση. Έτσι απλά.

Και με απανωτά δεκάωρο ύπνο (εγώ των 6 ωρών και των γεμάτων νυχτερινών προγραμμάτων) είδα πως εκεί που εμείς η αδαείς λέμε 'φύση' υπάρχει ένας κόσμος πλήρης και πολύχρωμος, όπου το μόνο πράγμα που χρειάζεσαι είναι οι πρωτόλειες αισθήσεις σου, τα μάτια, η μύτη, το δέρμα και τ΄αυτιά σου, και το πλέον άχρηστο, τα ρολόγια.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πουλάκι μου, μια χαρά είναι η Εσπερία. Όταν ακόμα ζούσα εκεί, το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν οι διάφοροι ελληνΑΡΕΣ που μετέφεραν μαζί τους τη Μάνα Ανατολή από την οποία είχα προς στιγμήν δραπετεύσει.
Καληνύχτες.

nonplayer είπε...

Την ξέρω αυτήν την αίσθηση των φύλλων που λες. Ήμουν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γερμανίας όπου για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 22 κατάλαβα τί σημαίνει "εποχές". Απίθανη φύση. Δεν την ξαναβρήκα ποτέ!

Idάκι είπε...

Silence is beautiful...

Και γιατί έφυγες;;;

Αχ, μαυλίστρες πόλεις!

MoSeS είπε...

@ Πότα: Ελληνάρες υπάρχουν παντού, το θέμα είναι ότι τότε δεν κάναμε τίποτα να τους συμμαζέψουμε και τώρα...τα λουζόμαστε! Welcome! :D

Να σκεφτείς Maiandros man, ότι έφερα και μια σακούλα ...φύλλα για το σπίτι! Κάτι μου ξυπνάνε, δεν εξηγείται διαφορετικά!

Idού μου, θα ξαναπάω με την πρώτη ευκαιρία, και θα φέρω τα τσίπουρα (γλυκανισμένα πάντα) σε 5άλιτρα! :P

MoSeS είπε...

Αχχχ αυτές οι γονικές παρεμβάσεις meliopandaki! :P Καλώς όρισες στα κανάλια του Νείλου kid!!